Το «Imam Pesmu Da Vam Pevam» των Eluned Zoë Aiano κι Alesandra Tatić ανήκει σε εκείνο το είδος του εθνογραφικού ντοκιμαντέρ που δεν αποσκοπεί στην τεκμηρίωση των όσων αφηγείται με μεθόδους και συμβάσεις ενός δημοσιογραφικού ρεπορτάζ, παρά επιχειρεί να αναπαραστήσει την πραγματικότητα, αποκαλύπτοντας την ποίηση που την διατρέχει μέσω της γλώσσας του σινεμά. Στα όρια, επομένως, μεταξύ του ντοκιμαντέρ και του πειραματικού φιλμ, η ταινία συνθέτει την ιστορία της Ivanka, μιας γριάς μάγισσας σε κάποιο βαλκανικό χωριό, που κατείχε τη δύναμη να «τραγουδά» σε μια κατάσταση οίστρου και να εισέρχεται στον κόσμο των πνευμάτων, επικοινωνώντας εκεί με τους πεθαμένους και προφητεύοντας το μέλλον.
Οι σκηνοθέτριες χρησιμοποιούν υλικό γυρισμένο σε παλιότερο χρόνο, όπου καταγράφεται εν συντομία αυτή η τελετή, ενώ το μεγαλύτερο μέρος του έργου αποτελείται από πρόσφατο υλικό συνεντεύξεων, όπου η γυναίκα μας αφηγείται για υπερφυσικές δυνάμεις που την έχουν πια εγκαταλείψει. Η αντιπαραβολή των δύο υλικών και η προσεκτική επιλογή ελάχιστων μόνο φράσεων της Ivanka, δοσμένων έξω από κάποια συμβατική, επεξηγηματική σειρά που θα μας επέτρεπε να απομυθοποιήσουμε τα όσα με βαρύτητα λέγονται και να δυσπιστήσουμε απέναντι τους, συνέχει την αφήγηση και την πλαισιώνει δίνοντας μας την κεντρική θεματική του έργου: αυτή της απώλειας της μαγείας.
Την απώλεια αυτή οι σκηνοθέτριες αποδίδουν αποφορτισμένη από την ρομαντικοποίηση ενός εξωτερικού παρατηρητή που ατενίζει το φυσικό τοπίο και το μυθικό χρόνο με μια επιφανειακή διάθεση επιστροφής. Η αφήγηση, όπως μπορούμε να τη συνθέσουμε από τις λιγοστές φράσεις της γριάς, είναι εμποτισμένη στη σκληρότητα και τη σωματικότητα, και το μαγικό της στοιχείο είναι αδιαχώριστο απ’ το κακοποιητικό. Η γυναίκα εξιστορεί πως την απήγαγαν νεράιδες, τις οποίες απαριθμεί με τα ονόματά τους, πως της έκλεψαν τη φωνή απ’ την ηλικία των 6 ως την ηλικία των 60 σε αντάλλαγμα των υπερφυσικών της δυνάμεων, και πως την ανάγκασαν να χορέψει στο ρυθμό ενός παλιού ραδιοφώνου, χτυπώντας την στα χέρια και στα πόδια μέχρι να μελανιάσουν. «Ήταν δύσκολα», διατείνεται.
Το περιεχόμενο του λόγου της είναι εντελώς παζολινικό, ενώ το ίδιο το τραγούδι της, όπως το ακούμε στην αρχή του έργου, μοιάζει με κραυγή πόνου. Έτσι, τα όσο εξιστορεί γίνονται πιστευτά, αφού ενέχουν την ίδια αγριότητα και περιπλοκότητα που αποδίδουμε στον ιστορικό χρόνο. Ο πόνος της γυναίκας μας θυμίζει τις κακουχίες των γυναικών της εποχής και δεν μπορούμε παρά να την πάρουμε στα σοβαρά. Το επίτευγμα αυτό, που καθιστά την αφήγηση των οραμάτων της συναρπαστική, οφείλεται στο λιτό, υπαινικτικό μοντάζ. Η παράθεση των φράσεων είναι σύντομη- εξάλλου το έργο διαρκεί μόλις 5 λεπτά- ενώ την υπερβατικότητα της αφήγησης συνοδεύουν εικόνες και ήχοι νερού, που σηματοδοτούν την απλότητα της μετάβαση μεταξύ του μυθικού και του φυσικού κόσμου.
Η σύνθεση του παλιού και του σύγχρονου ψηφιακού υλικού πετυχαίνει να εντάξει το μαγικό στοιχείο στον ιστορικό χρόνο, μπλέκοντας τα όρια μεταξύ πραγματικού και μη πραγματικού. «Πού είναι ο παράδεισος», ρωτάει να μάθει ο συνεντευκτής προς το τέλος του έργου, «προς τα κει», απαντάει η Ivanka δείχνοντας προς μια κατεύθυνση. «Και πώς είναι όταν πηγαίνεις εκεί;», επιμένει εκείνος. «Είναι όμορφα», λέει η γυναίκα με απλότητα. «Ξέρεις, όπως εδώ».
Παρακολουθήστε την ταινία: https://vimeo.com/260230604